Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdistàcco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [disˈtakko] 1 (separazione) ο χωρισμός 2 (indifferenza) η αδιαφορία 3 sport η διαφορά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |