Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdistaccaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [distakkaˈmento] 1 απόσχιση 2 χώρισμα 3 εξαγωγή 4 αποχωρισμός 5 απόσπαση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |