Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


distaccàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [distakˈkare]

sport αφίνω πίσω

distaccàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [distakˈkarsi]

(allontanarsi) απομακρύνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  distaccamento distaccato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dissueto (επίθ.)
dissuetudine (θηλ.ουσ)
dissuggellare (ρ. μτβ.)
distaccabile (επίθ.)
distaccamento (ουσ αρσ )
distaccare (ρ. μτβ.)
distaccarsi (ρ. μ. αμτβ.)
distaccato (επίθ.)
distacco (ουσ αρσ )
distale (επίθ.)
distante (επίθ.)
distante (επίρ.)
distanza (θηλ.ουσ)
distanziamento (ουσ αρσ )
distanziare (ρ. μτβ.)
distanziatore (αρσ. επίθ και ουσ)
distanziometrico (επίθ.)
distanziometro (ουσ αρσ )
distare (ρ.αμτβ.)
distendere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---