Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


distaccàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [distakˈkato]

1 χωρισμένος
2 αποσπασμένος
3 ακατάδεκτος
4 αδιάφορος
5 αδιατάρακτος
6 ξεκομμένος
7 ουδέτερος
8 ψηλομύτης
9 ψωροπερήφανος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  distaccarsi distacco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dissuggellare (ρ. μτβ.)
distaccabile (επίθ.)
distaccamento (ουσ αρσ )
distaccare (ρ. μτβ.)
distaccarsi (ρ. μ. αμτβ.)
distaccato (επίθ.)
distacco (ουσ αρσ )
distale (επίθ.)
distante (επίθ.)
distante (επίρ.)
distanza (θηλ.ουσ)
distanziamento (ουσ αρσ )
distanziare (ρ. μτβ.)
distanziatore (αρσ. επίθ και ουσ)
distanziometrico (επίθ.)
distanziometro (ουσ αρσ )
distare (ρ.αμτβ.)
distendere (ρ. μτβ.)
distendersi (ρ. μ. αμτβ.)
distensione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---