Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dissuasìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [dissuaˈzivo]

1 αποτρεπτικός
2 μεταπειστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dissuasione dissuasore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dissonanza (θηλ.ουσ)
dissonare (ρ.αμτβ.)
dissotterrare (ρ. μτβ.)
dissuadere (ρ. μτβ.)
dissuasione (θηλ.ουσ)
dissuasivo (επίθ.)
dissuasore (αρσ. επίθ και ουσ)
dissueto (επίθ.)
dissuetudine (θηλ.ουσ)
dissuggellare (ρ. μτβ.)
distaccabile (επίθ.)
distaccamento (ουσ αρσ )
distaccare (ρ. μτβ.)
distaccarsi (ρ. μ. αμτβ.)
distaccato (επίθ.)
distacco (ουσ αρσ )
distale (επίθ.)
distante (επίθ.)
distante (επίρ.)
distanza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---