Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdissonàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [dissoˈnare] 1 δημιουργώ δυσάρεστη διακοπή ρυθμού 2 κάνω παραφωνία 3 δεν ταιριάζω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |