Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dissomigliànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [dissomiʎˈʎante]

1 αλλιώτικος
2 ανόμοιος
3 διαφορετικός
4 διάφορος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dissolvimento dissomiglianza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dissolvente (αρσ. επίθ και ουσ)
dissolvenza (θηλ.ουσ)
dissolvere (ρ. μτβ.)
dissolversi (ρ.μ. (αντων.))
dissolvimento (ουσ αρσ )
dissomigliante (επίθ.)
dissomiglianza (θηλ.ουσ)
dissomigliare (ρ.αμτβ.)
dissomigliarsi (ρ.μ. (αντων.))
dissonante (επίθ.)
dissonanza (θηλ.ουσ)
dissonare (ρ.αμτβ.)
dissotterrare (ρ. μτβ.)
dissuadere (ρ. μτβ.)
dissuasione (θηλ.ουσ)
dissuasivo (επίθ.)
dissuasore (αρσ. επίθ και ουσ)
dissueto (επίθ.)
dissuetudine (θηλ.ουσ)
dissuggellare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---