Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdissociàto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [dissoˈʧato] 1 χωρισμένος 2 που υποφέρει από χωρισμό permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |