Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dissodaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [dissodaˈmento]

1 καλλιέργεια
2 όργωμα
3 εκχέρσωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dissociazione dissodare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dissociare (ρ. μτβ.)
dissociarsi (ρ. μ. αμτβ.)
dissociativo (επίθ.)
dissociato (αρσ. επίθ και ουσ)
dissociazione (θηλ.ουσ)
dissodamento (ουσ αρσ )
dissodare (ρ. μτβ.)
dissolubile (επίθ.)
dissolubilità (θηλ.ουσ)
dissolutezza (θηλ.ουσ)
dissolutivo (επίθ.)
dissoluto (ουσ αρσ )
dissoluto (επίθ.)
dissolutore (αρσ. επίθ και ουσ)
dissoluzione (θηλ.ουσ)
dissolvente (αρσ. επίθ και ουσ)
dissolvenza (θηλ.ουσ)
dissolvere (ρ. μτβ.)
dissolversi (ρ.μ. (αντων.))
dissolvimento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---