Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dissolutìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [dissoluˈtivo]

1 διαχωριστικός
2 αποσυνθετικός
3 διασκορπιστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dissolutezza dissoluto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dissodamento (ουσ αρσ )
dissodare (ρ. μτβ.)
dissolubile (επίθ.)
dissolubilità (θηλ.ουσ)
dissolutezza (θηλ.ουσ)
dissolutivo (επίθ.)
dissoluto (ουσ αρσ )
dissoluto (επίθ.)
dissolutore (αρσ. επίθ και ουσ)
dissoluzione (θηλ.ουσ)
dissolvente (αρσ. επίθ και ουσ)
dissolvenza (θηλ.ουσ)
dissolvere (ρ. μτβ.)
dissolversi (ρ.μ. (αντων.))
dissolvimento (ουσ αρσ )
dissomigliante (επίθ.)
dissomiglianza (θηλ.ουσ)
dissomigliare (ρ.αμτβ.)
dissomigliarsi (ρ.μ. (αντων.))
dissonante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---