Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dissipàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [dissiˈpare]

1 διασπαθίζω
2 κατασωτεύω
3 διασπείρω
4 καταδαπανώ
5 σπαταλώ
6 σκορπίζω
7 χαραμίζω
8 χαλαλίζω
9 κατατρώγω
10 ξοδεύω ασυλλόγιστα
11 διαλύω
12 αναλώνω
13 καταναλώνω
14 ασωτεύω
15 κατασπαταλώ
16 εξαντλώ
17 διασκορπίζω
18 διανεμίζω

dissiparsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [dissiˈparsi]

1 διασκορπίζομαι
2 χάνομαι
3 διαλύομαι
4 σκορπίζομαι
5 εξαντλούμαι
6 εξαφανίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dissipabile dissipatezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dissimmetrico (επίθ.)
dissimulare (ρ. μτβ.)
dissimulatore (αρσ. επίθ και ουσ)
dissimulazione (θηλ.ουσ)
dissipabile (επίθ.)
dissipare (ρ. μτβ.)
dissiparsi (ρ.μ. (αντων.))
dissipatezza (θηλ.ουσ)
dissipato (ουσ αρσ )
dissipato (επίθ.)
dissipatore (ουσ αρσ )
dissipazione (θηλ.ουσ)
dissociabile (επίθ.)
dissociabilità (θηλ.ουσ)
dissociare (ρ. μτβ.)
dissociarsi (ρ. μ. αμτβ.)
dissociativo (επίθ.)
dissociato (αρσ. επίθ και ουσ)
dissociazione (θηλ.ουσ)
dissodamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---