Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dissimulàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [dissimuˈlare]

1 εξαπατώ
2 ξεγελώ
3 μπλοφάρω
4 κρύβω
5 μασκαρεύω
6 παραπλανώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dissimmetrico dissimulatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dissimilazione (θηλ.ουσ)
dissimile (επίθ.)
dissimilitudine (θηλ.ουσ)
dissimmetria (θηλ.ουσ)
dissimmetrico (επίθ.)
dissimulare (ρ. μτβ.)
dissimulatore (αρσ. επίθ και ουσ)
dissimulazione (θηλ.ουσ)
dissipabile (επίθ.)
dissipare (ρ. μτβ.)
dissiparsi (ρ.μ. (αντων.))
dissipatezza (θηλ.ουσ)
dissipato (ουσ αρσ )
dissipato (επίθ.)
dissipatore (ουσ αρσ )
dissipazione (θηλ.ουσ)
dissociabile (επίθ.)
dissociabilità (θηλ.ουσ)
dissociare (ρ. μτβ.)
dissociarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---