Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dissimulazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [dissimulatˈtsjone]

1 εκζήτηση
2 παρασιώπηση
3 ποζάρισμα
4 υποκρισία
5 πόζα
6 επιτήδευση
7 προσποίηση
8 υπόκριση
9 κρύψιμο
10 αποσιώπηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dissimulatore dissipabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dissimilitudine (θηλ.ουσ)
dissimmetria (θηλ.ουσ)
dissimmetrico (επίθ.)
dissimulare (ρ. μτβ.)
dissimulatore (αρσ. επίθ και ουσ)
dissimulazione (θηλ.ουσ)
dissipabile (επίθ.)
dissipare (ρ. μτβ.)
dissiparsi (ρ.μ. (αντων.))
dissipatezza (θηλ.ουσ)
dissipato (ουσ αρσ )
dissipato (επίθ.)
dissipatore (ουσ αρσ )
dissipazione (θηλ.ουσ)
dissociabile (επίθ.)
dissociabilità (θηλ.ουσ)
dissociare (ρ. μτβ.)
dissociarsi (ρ. μ. αμτβ.)
dissociativo (επίθ.)
dissociato (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---