Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dissigillàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [dissiʤilˈlare]

1 ξεσφραγίζω
2 αφαιρώ τη σφραγίδα
3 αποσφραγίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dissidio dissimilazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dissezione (θηλ.ουσ)
dissidente (ουσ αρσ και θηλ.)
dissidente (επίθ.)
dissidenza (θηλ.ουσ)
dissidio (ουσ αρσ )
dissigillare (ρ. μτβ.)
dissimilazione (θηλ.ουσ)
dissimile (επίθ.)
dissimilitudine (θηλ.ουσ)
dissimmetria (θηλ.ουσ)
dissimmetrico (επίθ.)
dissimulare (ρ. μτβ.)
dissimulatore (αρσ. επίθ και ουσ)
dissimulazione (θηλ.ουσ)
dissipabile (επίθ.)
dissipare (ρ. μτβ.)
dissiparsi (ρ.μ. (αντων.))
dissipatezza (θηλ.ουσ)
dissipato (ουσ αρσ )
dissipato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---