Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdissestàto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [dissesˈtato] άνω-κάτω permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαstrada [θηλ.] dissestata = ο ανώμαλος δρόμος Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |