Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disservìzio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [disserˈvittsjo]

1 αποδιοργάνωση
2 αποδιάρθρωση
3 ξεχαρβάλωμα
4 ανεπάρκεια
5 κακή εξυπηρέτηση
6 κακή υπηρεσία
7 ανικανότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dissertazione dissestare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disserrarsi (ρ.μ. (αντων.))
dissertare (ρ.αμτβ.)
dissertatore (αρσ. επίθ και ουσ)
dissertatorio (επίθ.)
dissertazione (θηλ.ουσ)
disservizio (ουσ αρσ )
dissestare (ρ. μτβ.)
dissestato (αρσ. επίθ και ουσ)
dissesto (ουσ αρσ )
dissetante (ουσ αρσ )
dissetante (επίθ.)
dissetare (ρ. μτβ.)
dissetarsi (ρ.μ. (αντων.))
dissettore (ουσ αρσ )
dissezione (θηλ.ουσ)
dissidente (ουσ αρσ και θηλ.)
dissidente (επίθ.)
dissidenza (θηλ.ουσ)
dissidio (ουσ αρσ )
dissigillare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---