Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdissènso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [disˈsɛnso] 1 διχογνωμοσύνη 2 διχόνοια 3 έριδα 4 ασυμφωνία 5 αντιγνωμία 6 διαφωνία 7 διχογνωμία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |