Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdisseminazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [disseminatˈtsjone] 1 σπορά 2 σκόρπισμα 3 διάδοση 4 διασπορά 5 διασκορπισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |