Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disselciàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [disselˈʧare]

αφαιρώ το λιθόστρωτο ή το πεζοδρόμιο ή την άσφαλτο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disseccativo dissellare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dissapore (ουσ αρσ )
dissecare (ρ. μτβ.)
disseccare (ρ. μτβ.)
disseccarsi (ρ.μ. (αντων.))
disseccativo (επίθ.)
disselciare (ρ. μτβ.)
dissellare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
disseminare (ρ. μτβ.)
disseminato (επίθ.)
disseminatore (αρσ. επίθ και ουσ)
disseminazione (θηλ.ουσ)
dissennatezza (θηλ.ουσ)
dissennato (αρσ. επίθ και ουσ)
dissensione (θηλ.ουσ)
dissenso (ουσ αρσ )
dissenteria (θηλ.ουσ)
dissenterico (ουσ αρσ )
dissenterico (επίθ.)
dissentire (ρ.αμτβ.)
dissenziente (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---