Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disseccàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [dissekˈkare]

1 αφυδατώνω
2 στεγνώνω
3 ξεραίνω
4 αποξεραίνω
5 αποξηραίνω
6 αποστραγγίζω

disseccarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [dissekˈkarsi]

1 ξεραίνομαι
2 αποξεραίνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dissecare disseccativo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dissanguare (ρ. μτβ.)
dissanguarsi (ρ.μ. (αντων.))
dissanguato (επίθ.)
dissapore (ουσ αρσ )
dissecare (ρ. μτβ.)
disseccare (ρ. μτβ.)
disseccarsi (ρ.μ. (αντων.))
disseccativo (επίθ.)
disselciare (ρ. μτβ.)
dissellare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
disseminare (ρ. μτβ.)
disseminato (επίθ.)
disseminatore (αρσ. επίθ και ουσ)
disseminazione (θηλ.ουσ)
dissennatezza (θηλ.ουσ)
dissennato (αρσ. επίθ και ουσ)
dissensione (θηλ.ουσ)
dissenso (ουσ αρσ )
dissenteria (θηλ.ουσ)
dissenterico (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---