Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disseminàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [dissemiˈnato]

1 εγκατεσπαρμένος
2 κατάσπαρτος
3 διασπαρμένος
4 σπαρμένος
5 διάσπαρτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disseminare disseminatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disseccarsi (ρ.μ. (αντων.))
disseccativo (επίθ.)
disselciare (ρ. μτβ.)
dissellare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
disseminare (ρ. μτβ.)
disseminato (επίθ.)
disseminatore (αρσ. επίθ και ουσ)
disseminazione (θηλ.ουσ)
dissennatezza (θηλ.ουσ)
dissennato (αρσ. επίθ και ουσ)
dissensione (θηλ.ουσ)
dissenso (ουσ αρσ )
dissenteria (θηλ.ουσ)
dissenterico (ουσ αρσ )
dissenterico (επίθ.)
dissentire (ρ.αμτβ.)
dissenziente (ουσ αρσ και θηλ.)
dissenziente (επίθ.)
dissepolto (επίθ.)
disseppellimento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---