Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdissenziènte
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [dissenˈtsjɛnte] αμφισβητίας dissenziènte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [dissenˈtsjɛnte] 1 αντιγνωμών 2 σχισματικός 3 διαφωνών 4 διχογνωμών permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |