Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dissensióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [dissenˈsjone]

1 διχόνοια
2 διαφωνία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dissennato dissenso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disseminato (επίθ.)
disseminatore (αρσ. επίθ και ουσ)
disseminazione (θηλ.ουσ)
dissennatezza (θηλ.ουσ)
dissennato (αρσ. επίθ και ουσ)
dissensione (θηλ.ουσ)
dissenso (ουσ αρσ )
dissenteria (θηλ.ουσ)
dissenterico (ουσ αρσ )
dissenterico (επίθ.)
dissentire (ρ.αμτβ.)
dissenziente (ουσ αρσ και θηλ.)
dissenziente (επίθ.)
dissepolto (επίθ.)
disseppellimento (ουσ αρσ )
disseppellire (ρ. μτβ.)
dissequestrare (ρ. μτβ.)
dissequestro (ουσ αρσ )
disserrare (ρ. μτβ.)
disserrarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---