Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dispròsio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [disˈprɔzjo]

δυσπρόσιο (στοιχείο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disprezzo disputa  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disprezzabile (επίθ.)
disprezzare (ρ. μτβ.)
disprezzarsi (ρ.μ. (αντων.))
disprezzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
disprezzo (ουσ αρσ )
disprosio (ουσ αρσ )
disputa (θηλ.ουσ)
disputabile (επίθ.)
disputabilità (θηλ.ουσ)
disputare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
disputarsi (ρ.μ. (αντων.))
disputatore (αρσ. επίθ και ουσ)
disquisire (ρ.αμτβ.)
disquisitore (ουσ αρσ )
disquisizione (θηλ.ουσ)
dissacrare (ρ. μτβ.)
dissacratore (αρσ. επίθ και ουσ)
dissacrazione (θηλ.ουσ)
dissalare (ρ. μτβ.)
dissalarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---