Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dissacratóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [dissakraˈtore]

1 άνθρωπος που στερεί τον ιερό χαρακτήρα από κάτι
2 ιερόσυλος
3 βεβηλωτής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dissacrare dissacrazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disputatore (αρσ. επίθ και ουσ)
disquisire (ρ.αμτβ.)
disquisitore (ουσ αρσ )
disquisizione (θηλ.ουσ)
dissacrare (ρ. μτβ.)
dissacratore (αρσ. επίθ και ουσ)
dissacrazione (θηλ.ουσ)
dissalare (ρ. μτβ.)
dissalarsi (ρ.μ. (αντων.))
dissalatore (ουσ αρσ )
dissalazione (θηλ.ουσ)
dissaldare (ρ. μτβ.)
dissanguamento (ουσ αρσ )
dissanguare (ρ. μτβ.)
dissanguarsi (ρ.μ. (αντων.))
dissanguato (επίθ.)
dissapore (ουσ αρσ )
dissecare (ρ. μτβ.)
disseccare (ρ. μτβ.)
disseccarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---