Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdissacràre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [dissaˈkrare] 1 αφαιρώ κάτι από τη βάση του 2 μιαίνω 3 βεβηλώνω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |