Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disquisitóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [diskwiziˈtore]

1 ερευνητής που εκπονεί εμπεριστατωμένη έρευνα
2 εκπονών διατριβή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disquisire disquisizione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disputabilità (θηλ.ουσ)
disputare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
disputarsi (ρ.μ. (αντων.))
disputatore (αρσ. επίθ και ουσ)
disquisire (ρ.αμτβ.)
disquisitore (ουσ αρσ )
disquisizione (θηλ.ουσ)
dissacrare (ρ. μτβ.)
dissacratore (αρσ. επίθ και ουσ)
dissacrazione (θηλ.ουσ)
dissalare (ρ. μτβ.)
dissalarsi (ρ.μ. (αντων.))
dissalatore (ουσ αρσ )
dissalazione (θηλ.ουσ)
dissaldare (ρ. μτβ.)
dissanguamento (ουσ αρσ )
dissanguare (ρ. μτβ.)
dissanguarsi (ρ.μ. (αντων.))
dissanguato (επίθ.)
dissapore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---