Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdispotìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [dispoˈtizmo] 1 σατραπισμός 2 τυραννία 3 ολοκληρωτισμός 4 δεσποτισμός 5 απολυταρχία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |