Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dispósto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [disˈposto]

1 διάταξη νόμου
2 όρος
3 πρόβλεψη (του νόμου)

dispósto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [disˈposto]

διατεθειμένος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disposizione dispotico  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


essere disposto a fare qualcosa = είμαι διατεθειμένος να κάνω κάτι


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disporre (ρ.αμτβ.)
disporre (ρ. μτβ.)
dispositivo (ουσ αρσ )
dispositivo (επίθ.)
disposizione (θηλ.ουσ)
disposto (ουσ αρσ )
disposto (επίθ.)
dispotico (επίθ.)
dispotismo (ουσ αρσ )
dispregiare (ρ. μτβ.)
dispregiativo (ουσ αρσ )
dispregiativo (επίθ.)
dispregiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
dispregio (ουσ αρσ )
disprezzabile (επίθ.)
disprezzare (ρ. μτβ.)
disprezzarsi (ρ.μ. (αντων.))
disprezzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
disprezzo (ουσ αρσ )
disprosio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---