dispósto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [disˈposto]
1 διάταξη νόμου
2 όρος
3 πρόβλεψη (του νόμου)
dispósto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [disˈposto]
διατεθειμένος (-η, -ο)
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [disˈposto]
1 διάταξη νόμου
2 όρος
3 πρόβλεψη (του νόμου)
dispósto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [disˈposto]
διατεθειμένος (-η, -ο)
permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα
essere disposto a fare qualcosa = είμαι διατεθειμένος να κάνω κάτι
disposto (ουσ αρσ )
disposto (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android