Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdispiacére
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [dispjaˈʧere] η δυσαρέσκεια dispiacére ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [dispjaˈʧere] 1 λυπώ, δυσαρεστώ 2 (impersonale) πειράζει dispiacersi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [dispjaˈʧersi] λυπούμαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |