Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dispnòico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [dispˈnɔjko]

ασθενής με δύσπνοια

dispnòico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [dispˈnɔjko]

δυσπνοὶκός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dispnea dispondeo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dispiegare (ρ. μτβ.)
dispiegarsi (ρ.μ. (αντων.))
displasia (θηλ.ουσ)
displuvio (ουσ αρσ )
dispnea (θηλ.ουσ)
dispnoico (ουσ αρσ )
dispnoico (επίθ.)
dispondeo (ουσ αρσ )
disponibile (θηλ.ουσ)
disponibile (επίθ.)
disponibilità (θηλ.ουσ)
disporsi (ρ.μ. (αντων.))
disporre (ρ.αμτβ.)
disporre (ρ. μτβ.)
dispositivo (ουσ αρσ )
dispositivo (επίθ.)
disposizione (θηλ.ουσ)
disposto (ουσ αρσ )
disposto (επίθ.)
dispotico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---