Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disperàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [dispeˈrato]

απελπισμένος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disperatamente disperazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dispepsia (θηλ.ουσ)
dispeptico (αρσ. επίθ και ουσ)
disperare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
disperarsi (ρ.μ. (αντων.))
disperatamente (επίρ.)
disperato (επίθ.)
disperazione (θηλ.ουσ)
disperdente (αρσ. επίθ και ουσ)
disperdere (ρ. μτβ.)
disperdersi (ρ. μ. αμτβ.)
dispersione (θηλ.ουσ)
dispersività (θηλ.ουσ)
dispersivo (επίθ.)
disperso (επίθ.)
dispersore (αρσ. επίθ και ουσ)
dispetto (ουσ αρσ )
dispettoso (επίθ.)
dispiacente (επίθ.)
dispiacere (ουσ αρσ )
dispiacere (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---