Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dispensière  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [dispenˈsjɛre]

1 φροντιστής αεροσκάφους
2 υπάλληλος τροφοδοσίας οργανισμού
3 οικονομικός διαχειριστής
4 τροφοδότης πλοίου
5 χορηγός
6 διανομέας
7 χορηγητής
8 οικονόμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dispensatore dispepsia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dispensabile (επίθ.)
dispensare (ρ. μτβ.)
dispensarsi (ρ.μ. (αντων.))
dispensario (ουσ αρσ )
dispensatore (αρσ. επίθ και ουσ)
dispensiere (ουσ αρσ )
dispepsia (θηλ.ουσ)
dispeptico (αρσ. επίθ και ουσ)
disperare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
disperarsi (ρ.μ. (αντων.))
disperatamente (επίρ.)
disperato (επίθ.)
disperazione (θηλ.ουσ)
disperdente (αρσ. επίθ και ουσ)
disperdere (ρ. μτβ.)
disperdersi (ρ. μ. αμτβ.)
dispersione (θηλ.ουσ)
dispersività (θηλ.ουσ)
dispersivo (επίθ.)
disperso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---