Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dispensàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [dispenˈsare]

1 διανέμω
2 διαμοιράζω
3 απαλλάσσω
4 εξαιρώ
5 απονέμω
6 αποθηκεύω

dispensarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [dispenˈsarsi]

1 απαλλάσσομαι
2 απέχω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dispensabile dispensario  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dispendio (ουσ αρσ )
dispendiosamente (επίρ.)
dispendioso (επίθ.)
dispensa (θηλ.ουσ)
dispensabile (επίθ.)
dispensare (ρ. μτβ.)
dispensarsi (ρ.μ. (αντων.))
dispensario (ουσ αρσ )
dispensatore (αρσ. επίθ και ουσ)
dispensiere (ουσ αρσ )
dispepsia (θηλ.ουσ)
dispeptico (αρσ. επίθ και ουσ)
disperare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
disperarsi (ρ.μ. (αντων.))
disperatamente (επίρ.)
disperato (επίθ.)
disperazione (θηλ.ουσ)
disperdente (αρσ. επίθ και ουσ)
disperdere (ρ. μτβ.)
disperdersi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---