Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disótto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [diˈsotto]

1 κάτω μέρος
2 κάτω πλευρά

disótto  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [diˈsotto]

1 από κάτω (χρησιμοποίησε καλύτερα το sotto)
2 κάτω από (χρησιμοποίησε καλύτερα το sotto)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disostosi dispaccio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disorlare (ρ. μτβ.)
disormeggiare (ρ. μτβ.)
disormeggio (ουσ αρσ )
disossare (ρ. μτβ.)
disostosi (θηλ.ουσ)
disotto (αρσ. επίθ και ουσ)
disotto (επίρ.)
dispaccio (ουσ αρσ )
disparato (επίθ.)
dispari (επίθ.)
disparità (θηλ.ουσ)
disparte (επίρ.)
dispendio (ουσ αρσ )
dispendiosamente (επίρ.)
dispendioso (επίθ.)
dispensa (θηλ.ουσ)
dispensabile (επίθ.)
dispensare (ρ. μτβ.)
dispensarsi (ρ.μ. (αντων.))
dispensario (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---