Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdisótto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [diˈsotto] 1 κάτω μέρος 2 κάτω πλευρά disótto επίρρημα Προσφορά I.P.A.: [diˈsotto] 1 από κάτω (χρησιμοποίησε καλύτερα το sotto) 2 κάτω από (χρησιμοποίησε καλύτερα το sotto) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |