Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disordinàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [dizordiˈnare]

1 αναστατώνω
2 μπλέκω
3 συγχέω
4 ανακατώνω
5 κάνω τσαπατσούλικα
6 προκαλώ ακαταστασία
7 μπερδεύω
8 συγχύζω
9 κάνω κάτι υπερβολικά
10 είμαι υπερβολικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disopra disordinatamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disonorarsi (ρ.μ. (αντων.))
disonore (ουσ αρσ )
disonorevole (επίθ.)
disopra (ουσ αρσ )
disopra (επίρ.)
disordinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
disordinatamente (επίρ.)
disordinato (επίθ.)
disordine (ουσ αρσ )
disorganico (επίθ.)
disorganizzare (ρ. μτβ.)
disorganizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
disorganizzazione (θηλ.ουσ)
disorientamento (ουσ αρσ )
disorientare (ρ. μτβ.)
disorientarsi (ρ.μ. (αντων.))
disorientato (επίθ.)
disorlare (ρ. μτβ.)
disormeggiare (ρ. μτβ.)
disormeggio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---