Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disonóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [dizoˈnore]

1 τσίπα
2 αισχύνη
3 αίσχος
4 ατιμία
5 όνειδος
6 ντροπή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disonorarsi disonorevole  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disonesto (ουσ αρσ )
disonesto (επίθ.)
disonorante (επίθ.)
disonorare (ρ. μτβ.)
disonorarsi (ρ.μ. (αντων.))
disonore (ουσ αρσ )
disonorevole (επίθ.)
disopra (ουσ αρσ )
disopra (επίρ.)
disordinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
disordinatamente (επίρ.)
disordinato (επίθ.)
disordine (ουσ αρσ )
disorganico (επίθ.)
disorganizzare (ρ. μτβ.)
disorganizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
disorganizzazione (θηλ.ουσ)
disorientamento (ουσ αρσ )
disorientare (ρ. μτβ.)
disorientarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---