Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disobbligàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [dizobbliˈgare]

1 αντικαθιστώ σε υπηρεσία-καθήκον
2 ανακουφίζω
3 ξαλαφρώνω
4 απαλλάσσω

disobbligàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [dizobbliˈgarsi]

1 ανταποδίδω
2 κάνω κάτι σε ανταπόδοση
3 ξεπληρώνω μια υποχρέωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disobbedire disoccupato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dislogia (θηλ.ουσ)
dismenorrea (θηλ.ουσ)
dismenorroico (επίθ.)
dismisura (θηλ.ουσ)
disobbedire (ρ.αμτβ.)
disobbligare (ρ. μτβ.)
disobbligarsi (ρ. μ. αμτβ.)
disoccupato (ουσ αρσ )
disoccupato (επίθ.)
disoccupazione (θηλ.ουσ)
disonestà (θηλ.ουσ)
disonesto (ουσ αρσ )
disonesto (επίθ.)
disonorante (επίθ.)
disonorare (ρ. μτβ.)
disonorarsi (ρ.μ. (αντων.))
disonore (ουσ αρσ )
disonorevole (επίθ.)
disopra (ουσ αρσ )
disopra (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---