ItalianoGreco


disobbligàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [dizobbliˈgare]

1 αντικαθιστώ σε υπηρεσία-καθήκον
2 ανακουφίζω
3 ξαλαφρώνω
4 απαλλάσσω

disobbligàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [dizobbliˈgarsi]

1 ανταποδίδω
2 κάνω κάτι σε ανταπόδοση
3 ξεπληρώνω μια υποχρέωση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---