Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disoccupàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [dizokkuˈpato]

ο άνεργος (-η)

disoccupàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [dizokkuˈpato]

άνεργος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disobbligarsi disoccupazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dismenorroico (επίθ.)
dismisura (θηλ.ουσ)
disobbedire (ρ.αμτβ.)
disobbligare (ρ. μτβ.)
disobbligarsi (ρ. μ. αμτβ.)
disoccupato (ουσ αρσ )
disoccupato (επίθ.)
disoccupazione (θηλ.ουσ)
disonestà (θηλ.ουσ)
disonesto (ουσ αρσ )
disonesto (επίθ.)
disonorante (επίθ.)
disonorare (ρ. μτβ.)
disonorarsi (ρ.μ. (αντων.))
disonore (ουσ αρσ )
disonorevole (επίθ.)
disopra (ουσ αρσ )
disopra (επίρ.)
disordinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
disordinatamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---