Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dislessìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [dizlesˈsia]

δυσλεξία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dislealtà dislessico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disistima (θηλ.ουσ)
disistimare (ρ. μτβ.)
dislalia (θηλ.ουσ)
disleale (επίθ.)
dislealtà (θηλ.ουσ)
dislessia (θηλ.ουσ)
dislessico (αρσ. επίθ και ουσ)
dislivello (ουσ αρσ )
dislocamento (ουσ αρσ )
dislocare (ρ. μτβ.)
dislocazione (θηλ.ουσ)
disloggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dislogia (θηλ.ουσ)
dismenorrea (θηλ.ουσ)
dismenorroico (επίθ.)
dismisura (θηλ.ουσ)
disobbedire (ρ.αμτβ.)
disobbligare (ρ. μτβ.)
disobbligarsi (ρ. μ. αμτβ.)
disoccupato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---