Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disistìma  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [dizisˈtima]

1 ανυποληψία
2 περιφρόνηση
3 έλλειψη σεβασμού
4 έλλειψη εκτίμησης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disinvoltura disistimare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disintossicarsi (ρ.μ. (αντων.))
disintossicazione (θηλ.ουσ)
disinvestire (ρ. μτβ.)
disinvolto (επίθ.)
disinvoltura (θηλ.ουσ)
disistima (θηλ.ουσ)
disistimare (ρ. μτβ.)
dislalia (θηλ.ουσ)
disleale (επίθ.)
dislealtà (θηλ.ουσ)
dislessia (θηλ.ουσ)
dislessico (αρσ. επίθ και ουσ)
dislivello (ουσ αρσ )
dislocamento (ουσ αρσ )
dislocare (ρ. μτβ.)
dislocazione (θηλ.ουσ)
disloggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dislogia (θηλ.ουσ)
dismenorrea (θηλ.ουσ)
dismenorroico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---