Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disintossicàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [dizintossiˈkare]

αποτοξινώνω

disintossicarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [dizintossiˈkarsi]

αποτοξινώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disinteresse disintossicazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disinteressare (ρ. μτβ.)
disinteressarsi (ρ. μ. αμτβ.)
disinteressatamente (επίρ.)
disinteressato (επίθ.)
disinteresse (ουσ αρσ )
disintossicare (ρ. μτβ.)
disintossicarsi (ρ.μ. (αντων.))
disintossicazione (θηλ.ουσ)
disinvestire (ρ. μτβ.)
disinvolto (επίθ.)
disinvoltura (θηλ.ουσ)
disistima (θηλ.ουσ)
disistimare (ρ. μτβ.)
dislalia (θηλ.ουσ)
disleale (επίθ.)
dislealtà (θηλ.ουσ)
dislessia (θηλ.ουσ)
dislessico (αρσ. επίθ και ουσ)
dislivello (ουσ αρσ )
dislocamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---