Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disinvoltùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [dizinvolˈtura]

1 θρασύτητα
2 ξετσιπωσιά
3 αυθάδεια
4 αναίδεια
5 ανεμελιά
6 ξενοιασιά
7 αφροντισιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disinvolto disistima  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disintossicare (ρ. μτβ.)
disintossicarsi (ρ.μ. (αντων.))
disintossicazione (θηλ.ουσ)
disinvestire (ρ. μτβ.)
disinvolto (επίθ.)
disinvoltura (θηλ.ουσ)
disistima (θηλ.ουσ)
disistimare (ρ. μτβ.)
dislalia (θηλ.ουσ)
disleale (επίθ.)
dislealtà (θηλ.ουσ)
dislessia (θηλ.ουσ)
dislessico (αρσ. επίθ και ουσ)
dislivello (ουσ αρσ )
dislocamento (ουσ αρσ )
dislocare (ρ. μτβ.)
dislocazione (θηλ.ουσ)
disloggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dislogia (θηλ.ουσ)
dismenorrea (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---