Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdisinvoltùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [dizinvolˈtura] 1 θρασύτητα 2 ξετσιπωσιά 3 αυθάδεια 4 αναίδεια 5 ανεμελιά 6 ξενοιασιά 7 αφροντισιά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |