Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disinnestàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [dizinnesˈtare]

1 αποδεσμεύω
2 βγάζω εκτός (με διακόπτη)
3 αποσυνδέω
4 αποχωρίζω

disinnestàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [dizinnesˈtarsi]

Ξεγλιστρώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disinnesco disinnestato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disinibizione (θηλ.ουσ)
disinnamorare (ρ. μτβ.)
disinnamorarsi (ρ.μ. (αντων.))
disinnescare (ρ. μτβ.)
disinnesco (ουσ αρσ )
disinnestare (ρ. μτβ.)
disinnestarsi (ρ. μ. αμτβ.)
disinnestato (επίθ.)
disinnesto (ουσ αρσ )
disinquinare (ρ. μτβ.)
disinserimento (ουσ αρσ )
disinserire (ρ. μτβ.)
disinserito (επίθ.)
disintasamento (ουσ αρσ )
disintasare (ρ. μτβ.)
disintegrare (ρ. μτβ.)
disintegrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
disintegratore (ουσ αρσ )
disintegrazione (θηλ.ουσ)
disinteressamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---