Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disingànno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [dizinˈganno]

1 απογοήτευση
2 ανάνηψη από αυταπάτη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disingannarsi disingranare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disinflazione (θηλ.ουσ)
disinflazionistico (επίθ.)
disinformazione (θηλ.ουσ)
disingannare (ρ. μτβ.)
disingannarsi (ρ.μ. (αντων.))
disinganno (ουσ αρσ )
disingranare (ρ. μτβ.)
disinibire (ρ. μτβ.)
disinibito (επίθ.)
disinibizione (θηλ.ουσ)
disinnamorare (ρ. μτβ.)
disinnamorarsi (ρ.μ. (αντων.))
disinnescare (ρ. μτβ.)
disinnesco (ουσ αρσ )
disinnestare (ρ. μτβ.)
disinnestarsi (ρ. μ. αμτβ.)
disinnestato (επίθ.)
disinnesto (ουσ αρσ )
disinquinare (ρ. μτβ.)
disinserimento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---