Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdisimpégno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [dizimˈpeɲɲo] 1 αποδέσμευση 2 απαλλαγή 3 διάσωση 4 ξαλάφρωμα 5 απεμπλοκή 6 επανόρθωση 7 εκπλήρωση 8 λύση 9 απολύτρωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |