Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disimpegnàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [dizimpeɲˈɲare]

1 καταφέρνω
2 αντιμετωπίζω επιτυχώς
3 ξεπληρώνω
4 ανακουφίζω
5 κάνω (πχ ένα δωμάτιο) ανεξάρτητο
6 εκπληρώνω
7 ξανακερδίζω
8 βγάζω κάτι από ενέχυρο
9 απαλλάσσω
10 ξεμπερδεύω
11 απαγκιστρώνω

disimpegnarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [dizimpeɲˈɲarsi]

1 καταφέρνω
2 ξεφεύγω
3 απαλλάσσομαι
4 απαγκιστρώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disimparare disimpegnato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disillusione (θηλ.ουσ)
disilluso (αρσ. επίθ και ουσ)
disimballaggio (ουσ αρσ )
disimballare (ρ. μτβ.)
disimparare (ρ. μτβ.)
disimpegnare (ρ. μτβ.)
disimpegnarsi (ρ.μ. (αντων.))
disimpegnato (επίθ.)
disimpegno (ουσ αρσ )
disimpiego (ουσ αρσ )
disincagliare (ρ. μτβ.)
disincagliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
disincaglio (ουσ αρσ )
disincantare (ρ. μτβ.)
disincantato (επίθ.)
disincanto (ουσ αρσ )
disincarnare (ρ. μτβ.)
disincastrare (ρ. μτβ.)
disincastro (ουσ αρσ )
disincentivare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---