Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disgiùngere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [dizˈʤunʤere]

1 αποκόπτω
2 αποχωρίζω
3 χωρίζω
4 διαχωρίζω
5 διασπώ

disgiungersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [dizˈʤunʤersi]

1 αποχωρίζομαι
2 χωρίζομαι
3 διασπώμαι
4 διαχωρίζομαι
5 αποκόπτομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disgelo disgiungimento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disfrasia (θηλ.ουσ)
disfunzionamento (ουσ αρσ )
disfunzione (θηλ.ουσ)
disgelare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
disgelo (ουσ αρσ )
disgiungere (ρ. μτβ.)
disgiungersi (ρ.μ. (αντων.))
disgiungimento (ουσ αρσ )
disgiuntivo (επίθ.)
disgiunto (επίθ.)
disgiuntore (ουσ αρσ )
disgiunzione (θηλ.ουσ)
disgrafia (θηλ.ουσ)
disgrazia (θηλ.ουσ)
disgraziatamente (επίρ.)
disgraziato (ουσ αρσ )
disgraziato (επίθ.)
disgregabile (επίθ.)
disgregamento (ουσ αρσ )
disgregare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---