Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disfunzióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [disfunˈtsjone]

1 βλάβη
2 δυσλειτουργία
3 διαταραχή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  disfunzionamento disgelare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disfida (θηλ.ουσ)
disfonia (θηλ.ουσ)
disforia (θηλ.ουσ)
disfrasia (θηλ.ουσ)
disfunzionamento (ουσ αρσ )
disfunzione (θηλ.ουσ)
disgelare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
disgelo (ουσ αρσ )
disgiungere (ρ. μτβ.)
disgiungersi (ρ.μ. (αντων.))
disgiungimento (ουσ αρσ )
disgiuntivo (επίθ.)
disgiunto (επίθ.)
disgiuntore (ουσ αρσ )
disgiunzione (θηλ.ουσ)
disgrafia (θηλ.ουσ)
disgrazia (θηλ.ουσ)
disgraziatamente (επίρ.)
disgraziato (ουσ αρσ )
disgraziato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---