Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


disertàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [dizerˈtare]

1 αφανίζω
2 εξολοθρεύω
3 εγκαταλείπω
4 ερημώνω
5 ερειπώνω
6 καταστρέφω
7 αποσκιρτώ
8 λιποτακτώ
9 αποστατώ
10 ερημώνομαι
11 ερειπώνομαι
12 αφανίζομαι
13 αυτομολώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  diseredazione disertore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

diserbo (ουσ αρσ )
diseredamento (ουσ αρσ )
diseredare (ρ. μτβ.)
diseredato (αρσ. επίθ και ουσ)
diseredazione (θηλ.ουσ)
disertare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
disertore (ουσ αρσ )
diserzione (θηλ.ουσ)
disfacibile (επίθ.)
disfacimento (ουσ αρσ )
disfagia (θηλ.ουσ)
disfare (ρ. μτβ.)
disfarsi (ρ. μ. αμτβ.)
disfasia (θηλ.ουσ)
disfatta (θηλ.ουσ)
disfattismo (ουσ αρσ )
disfattista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
disfatto (επίθ.)
disfavore (ουσ αρσ )
disfida (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---